- επαγαίομαι
- ἐπαγαίομαι (Α)1. χαίρομαι για κάτι2. χαίρομαι για τη συμφορά κάποιου3. εκπλήσσομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αγαίομαι (παράλληλος τ. τού άγαμαί) «δυσανασχετώ, οργίζομαι»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπαγαίομαι — ἐπί ἀγαίομαι to be indignant at pres ind mp 1st sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)